περιελισσόμενοι

περιελισσόμενοι
περιελίσσω
roll
pres part mp masc nom/voc pl
περϊελισσόμενοι , περιελίσσω
roll
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αριστολοχία — (aristolochia). Γένος πολυετών, ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιιδών, ιθαγενών των εύκρατων και τροπικών περιοχών. Η α. χαρακτηρίζεται από υπόγειο έρπον ρίζωμα από το οποίο βγαίνουν κατακόρυφοι όρθιοι ή περιελισσόμενοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”